- αφιονίζω
- [αφιόνι]1. ναρκώνω κάποιον με αφιόνι2. μτφ. α) αποπλανώ, εξαπατώβ) εμποτίζω κάποιον με ορισμένες ιδέες, φανατίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφιονίζω — αφιονίζω, αφιόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφιονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ποτίζω με αφιόνι, αποκοιμίζω, φανατίζω: Τον έχουν αφιονίσει με τις λεγόμενες προοδευτικές ιδέες. Ουσ. αφιόνισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπνωτίζω — υπνώτισα, υπνωτίστηκα, υπνωτισμένος 1. αποκοιμίζω κάποιον με τεχνητά μέσα, με ύπνωση. 2. μτφ., κάνω κάποιον τυφλό όργανο των θελήσεών μου, τον αφιονίζω. 3. μτφ., βαυκαλίζω κάποιον με υποσχέσεις, τον αποκοιμίζω. 4. το παθ., υπνωτίζομαι είμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)